- αμυλόζη
- ηκύριο συστατικό του αμύλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμυλόζη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων, κύριων δομικών στοιχείων του αμύλου, που καταλαμβάνει τον κεντρικό πυρήνα τους. Αντιπροσωπεύει το 10 25% της μάζας του αμύλου (στο σιτάρι και τις πατάτες είναι γύρω στο 25%, ενώ στο καλαμπόκι, στο ρύζι… … Dictionary of Greek
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
αμυλοπηκτίνη — Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων (το άλλο είναι η αμυλόζη), που καλύπτει τον χώρο των περιφερειακών στοιβάδων τους. Αποτελεί το 75 90% της μάζας του αμύλου, διαλύεται στο νερό και σχηματίζει αμυλόκολλα, ενώ με ιωδιούχα αντιδραστήρια δεν… … Dictionary of Greek